- κουκλώνω
- βλ. κουκουλώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουκουλώνω — και κουκλώνω (Μ κουκουλώνω) [κουκούλα] καλύπτω, σκεπάζω εντελώς νεοελλ. 1. περιβάλλω κάποιον με θερμά ενδύματα («κουκουλώθηκα σήμερα, γιατί έχω κρυώσει») 2. συγκαλύπτω, αποκρύπτω μια κακή πράξη («τό κουκούλωσαν το σκάνδαλο, για να αποφύγουν την… … Dictionary of Greek